Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμοραλισμός
1 εγγραφή
αμοραλισμός ο [amoralizmós] Ο17 : (φιλοσ.) η άρνηση της καθολικής ισχύος των ηθικών αξιών, η κριτική αναίρεση και απόρριψη των ηθικών κανόνων. || απουσία ηθικών αρχών.

[λόγ. < γαλλ. amoralisme (-isme = -ισμός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες