Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμοιβή η [amiví] Ο29 : οτιδήποτε προσφέρεται ως αντάλλαγμα για μια υπηρεσία, εκδούλευση, επίδοση σε κπ. τομέα (χρήματα, βραβείο, παράσημο, έπαινος κτλ.): Yπόσχομαι / προσφέρω ~. Δίκαιη / υλική / ηθική ~. Συμφωνήσατε στην ~;, πληρωμή. Aυτή λοιπόν ήταν η ~ για τους κόπους μας; || (ειρ.): Είχε την ~ που του άξιζε.
[λόγ. < αρχ. ἀμοιβή]