Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμέτι [améti] : (προφ.) μόνο στην έκφραση ~ μουχαμέτι / μουχαμπέτι, πεισματικά, οπωσδήποτε.
[τουρκ. amet muhabbet -ι (για το μουχαμπέτι δες λ., στο μουχαμέτι ίσως παρετυμ. με βάση το όν. του Mωάμεθ: Muhammad `Mουχαμέτης΄]