Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλτήρας ο [altíras] Ο2 (συνήθ. πληθ.) : όργανο γυμναστικής όμοιο με τα βάρη, που αποτελείται από δύο μεταλλικές σφαίρες ενωμένες μεταξύ τους με σιδερένια ράβδο που χρησιμοποιείται ως λαβή.
αλτηράκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. αντδ. < γαλλ. altère (στη νέα σημ.) < λατ. πληθ. halteres < αρχ. ἁλτῆρες `βάρη που κρατούσαν οι άλτες για να αυξάνουν τη φόρα τους΄]
- άλτης ο [áltis] Ο10 θηλ. άλτρια [áltria] Ο27 στη σημ. 1 : 1. αθλητής των αλμάτων. 2. (ζωολ.) χαρακτηρισμός εντόμων.
[λόγ.: 1: αρχ. ρ. ἅλ- (ἅλλομαι) `πηδώ΄ -της (πρβ. αρχ. ἁλτικός `καλός στο πήδημα΄) κατά το σχ.: ψάλλω - ψάλτης· 2: σημδ. νλατ. haltica σφαλερό με βάση το αρχ. ἁλτικός· λόγ. άλ(της) -τρια]