Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλμύρα η [almíra] & αρμύρα η [armíra] Ο25α : η ιδιότητα του αλμυρού1: H ~ της θάλασσας. Έβαλες πολύ αλάτι και το φαγητό δεν τρώγεται από την ~.
[μσν. αλμύρα < αλμυρ(ός) -α (αναδρ. σχημ.)· τροπή [l > r] κατά το αλμυρός > αρμυρός]