Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλληλεπίδραση η [alilepíδrasi] & αλληλοεπίδραση η [aliloepíδrasi] Ο33 : αμοιβαία επίδραση προσώπων, φαινομένων ή καταστάσεων: H ~ μεταξύ κατακτητών και κατακτημένων. H ~ δύο γλωσσών / δύο πολιτισμών που έρχονται σε επαφή.
[λόγ. αλληλ(ο)-, αλληλο- + επίδρα(σις) -ση μτφρδ. γαλλ. interaction]