Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλκυόνα
1 εγγραφή
αλκυόνα η [alkióna] Ο26 : θαλασσοπούλι με μακρύ ράμφος, που τρέφεται κυρίως με ψάρια· ψαροφάγος, ψαροπούλι.

[λόγ. < αρχ. ἀλκυών, αιτ. -όνα (όν. μυθικού πουλιού)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες