Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλκυονίδες οι [alkioníδes] Ο26 : ονομασία που χρησιμοποιείται για τις ηλιόλουστες μέρες του Iανουαρίου και γενικότερα του χειμώνα. || (ως επίθ.): ~ ημέρες.
[λόγ. < ελνστ. ἀλκυονίδες (ἡμέραι), επειδή υποτίθεται πως οι θεοί γαλήνευαν τη θάλασσα, για να μπορέσουν οι αλκυόνες να χτίσουν τις φωλιές τους]