Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλισίβα η [alisíva] Ο25α : νερό που έχει βράσει με στάχτη από ξυλοκάρβουνα, απαραίτητο άλλοτε στο πλύσιμο των ρούχων και των μαγειρικών σκευών· σταχτόνερο.
[ιταλ. lisciva με ανάπτ. προτακτ. α- 3 από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [mia-li > miali > mi-ali] ]