Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλιεία
1 εγγραφή
αλιεία η [aliía] Ο25 : (επίσ.) το ψάρεμα1: Οι κάτοικοι των νησιών είχαν παλαιότερα ως κύρια απασχόληση την ~. Παράκτια ~. ~ ανοιχτής θάλασσας. || συλλογή: ~ σφουγγαριών, σπογγαλιεία. ~ κοραλλιών / μαργαριταριών.

[λόγ. < αρχ. ἁλιεία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες