Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλαργινός -ή -ό [alarjinós] Ε1 : (λογοτ., λαϊκότρ.) α. μακρινός: Tαξίδεψε σε θάλασσες αλαργινές. ~ συγγενής. || (ως ουσ.) τα αλαργινά, μακρινοί τόποι: Ξενιτεύτηκε στα ξένα και στ΄ αλαργινά. β. που έρχεται από μακριά· απόμακρος: ~ αντίλαλος. Θύμησες αχνές κι αλαργινές.
αλαργινά ΕΠIΡΡ. [αλάργ(α) -ινός]