Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλέτρι
2 εγγραφές [1 - 2]
αλέτρι το [alétri] Ο44 : 1.γεωργικό εργαλείο που το σέρνει ελκυστήρας ή ζώα και που χρησιμοποιείται για το όργωμα της γης· άροτρο: Tο υνί του αλετριού μπαίνει βαθιά στη γη και την οργώνει. 2. (οικ.) το όργωμα.

[μσν. αλέτρι(ν) υποκορ. του ελνστ. ἄλετρ(ον) -ι(ο)ν (αρχ. ἄροτρον)]

αλετριά η [aletr] Ο24 : το αυλάκι που ανοίγει το αλέτρι.

[αλέτρ(ι) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες