Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακύρωση η [akírosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ακυρώνω· κατάργηση ή αναίρεση της ισχύος: ~ δικαιοπραξίας / συμβολαίου / συμφωνίας / διαθήκης / εισιτηρίου / νόμου / διατάγματος. Πρώτη ενέργεια της δημοκρατικής κυβέρνησης ήταν η ~ όλων των δικτατορικών διαταγμάτων, κατάργηση. || για εισιτήριο κτλ. που παύει να ισχύει ύστερα από την είσοδό του σε ακυρωτικό μηχάνημα.
[λόγ. < ελνστ. ἀκύρω(σις) -ση]