Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακροστιχίδα η [akrostixíδa] Ο26 : στιχουργικό παιχνίδι, σειρά στίχων ή στροφών που τα αρχικά τους γράμματα (συλλαβές ή λέξεις) είναι τακτοποιημένα ή σε αλφαβητική σειρά ή έτσι που να σχηματίζουν λέξη ή φράση: Οι αλφαβητικές ακροστιχίδες είναι γνωστές με το όνομα “αλφάβητος”. H ~ είναι ένα απλό στιχουργικό παιχνίδι χωρίς αισθητική αξία.
[λόγ. < ελνστ. ἀκροστιχίς, αιτ. -ίδα]