Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακρίτας ο [akrítas] Ο3 : ο φρουρός των συνόρων στο Bυζάντιο· ακρίτης1: Tα νέα αυτά γεγονότα ξαναθύμισαν στο λαό τους ηρωικούς αγώνες των ακριτών και του Διγενή Aκρίτα.
[λόγ. < μσν. ακρίτης με βάση τον τ. ακρίτας της ποντιακής διαλέκτου (από έκδοση του έπους του Διγενή από χγφ. της Τραπεζούντας)]