Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακουμπίζω [akumbízo] Ρ2.1α συνήθ. στη μππ. ακουμπισμένος : ακουμπώ: Παρακολουθούσαν την κίνηση του δρόμου ακουμπισμένες στο παράθυρο. Tον περίμενε να φανεί στην άκρη του δρόμου, ακουμπισμένη στο παράθυρο.
[μσν. ακουμπίζω (αρχική σημ.: `μισοξαπλώνω (σε ανάκλιντρο) για το δείπνο΄) < λατ. accumb(o) -ίζω]