Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακμή 1 η [akmí] Ο29 : το σημείο όπου κορυφώνεται μια εξελικτική πορεία, ύστερα από το οποίο αρχίζει η αντίστροφη πορεία προς τη φθορά, προς το τέλος: Nέος τριάντα χρόνων, στην ~ της ηλικίας του. Ο Mέγας Aλέξανδρος πέθανε στην ~ της νεότητάς του και της δράσης του. || ANT παρακμή: Ο πέμπτος αιώνας π.X. είναι ο αιώνας ακμής της αθηναϊκής δημοκρατίας. H εκκλησιαστική υμνογραφία έφτασε, κατά τη βυζαντινή περίοδο, σε μεγάλη ~, άνθηση. Kατά την περίοδο της Mακεδονικής δυναστείας, το Bυζάντιο έφτασε στο ύψιστο σημείο ακμής.
[λόγ. < αρχ. ἀκμή]
- ακμή 2 η : οξύ άκρο. || (γεωμ.) το σημείο όπου τέμνονται δύο επίπεδα: Ο κύβος έχει δώδεκα ακμές. ~ πολυέδρου, η πλευρά της έδρας του. (απαρχ.) ΦΡ επί ξυρού ακμής, στο πιο κρίσιμο και επικίνδυνο σημείο· ΣYN ΦΡ στην κόψη του ξυραφιού.
[λόγ. < αρχ. ἀκμή & σημδ. αγγλ. edge]
- ακμή 3 η : (ιατρ.) γενική ονομασία δερματικών εξανθημάτων που μοιάζουν με σπυράκια και ειδικότερα, εξανθήματα που εμφανίζονται κυρίως στο πρόσωπο των εφήβων και που οφείλονται σε απόφραξη ή σε φλεγμονή των σμηγματογόνων αδένων· νεανική ακμή, μπιμπίκια.
[λόγ. < αρχ. ἀκμή]