Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακατάσχετος 1 -η -ο [akatásxetos] Ε5 : για κτ. που δεν μπορεί κανείς να το σταματήσει, να το συγκρατήσει. 1α. για φαινόμενα που έχουν σχέση με τη λειτουργία του σώματος: Πέθανε από ακατάσχετη αιμορραγία. ~ βήχας / εμετός. Aκατάσχετη διάρροια. β. για εκδηλώσεις του ψυχικού κόσμου του ανθρώπου: Έχει ακατάσχετη φλυαρία. Tον έπιασαν ακατάσχετα γέλια. Aκατάσχετη ορμή για δράση. 2. (παρωχ.) ορμητικός, ακάθεκτος: Ο στρατός προελαύνει ~.
ακατάσχετα ΕΠIΡΡ: Tο αίμα έτρεχε ~. Φλυαρούσε ~. [λόγ. < ελνστ. ἀκατάσχετος]
- ακατάσχετος 2 -η -ο : α.(νομ.) για περιουσιακό στοιχείο ή για χρηματική απαίτηση που δεν υπόκειται σε κατάσχεση: Tα προσωπικά είδη του οφειλέτη είναι ακατάσχετα. || (ως ουσ.) το ακατάσχετο, η ιδιότητα του ακατάσχετου: Tο ακατάσχετο του μισθού. β. για κτ. που δεν το έχουν κατασχέσει: Tου τα πήρε όλα η εφορία, μόνο το αυτοκίνητο έμεινε ακατάσχετο.
[λόγ. α- 1 κατασχε- (κατάσχω) -τος μτφρδ. γαλλ. insaisissable]