Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιδοίο
2 εγγραφές [1 - 2]
αιδοίο το [eδío] Ο39 : (ανατ.) 1. το εξωτερικό τμήμα των γεννητικών οργάνων της γυναίκας: Σχισμή / χείλη του αιδοίου. Παθήσεις του αιδοίου. 2. (λόγ., πληθ.) το πέος και οι όρχεις.

[λόγ. < αρχ. αἰδοῖον]

αιδοιολειχία η [eδiolixía] Ο25 : επαφή του αιδοίου με το στόμα, ιδίως με τα χείλη και τη γλώσσα, με σκοπό τη διέγερση και την πρόκληση ερωτικής ηδονής.

[λόγ. αιδοί(ον) -ο- + αρχ. λείχ(ω) `γλείφω΄ -ία μτφρδ. νλατ. cunnilingus (για την πράξη) < λατ. cunnilingus (για το άτομο που κάνει την πράξη) (πρβ. ελνστ. αἰδοιλείκτης για το άτομο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες