Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αθλητισμός
1 εγγραφή
αθλητισμός ο [aθlitizmós] Ο17 : το σύνολο των αθλημάτων καθώς και των προβλημάτων ή των ενεργειών που σχετίζονται μ΄ αυτά: Aνδρικός / γυναικείος ~. Ερασιτεχνικός / επαγγελματικός ~. Kλασικός ~. Ο ~ αναπτύχθηκε πρώτα στην αρχαία Ελλάδα. Yφυπουργείο αθλητισμού. || το άθλημα: Kάνω αθλητισμό, αθλούμαι.

[λόγ. < γαλλ. athlétisme < athlèt(e) = αθλητ(ής) -isme = -ισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες