Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αηττ
1 εγγραφή
αήττητος -η -ο [aítitos] Ε5 : α.που κανένας δεν τον έχει νικήσει· ανίκητος. ANT ηττημένος, νικημένος: Kατατρόπωσαν τους ως τότε αήττητους αντιπάλους. β. που κανείς δεν μπορεί να τον νικήσει· ανίκητος, ακαταμάχητος1: Διαψεύστηκαν όσοι φαντάζονταν πως είναι αήττητοι.

[λόγ. < αρχ. ἀήττητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες