Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αεροπλανικό
1 εγγραφή
αεροπλανικό το [aeroplanikó] Ο38 : τέχνασμα της πάλης κατά το οποίο ο παλαιστής σηκώνει τον αντίπαλο και τον εξακοντίζει μακριά. || (ως επίθ.): ~ κόλπο.

[ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. αεροπλανικός < αεροπλάν(ο) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες