Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αερο%
81 εγγραφές [1 - 10]
αερο- [aero] & αερό- [aeró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & αερ- [aer], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν συνήθ. σε λόγια σύνθεση : το ουσ. αέρας ως α' συνθετικό σε σύνθετες ή παρασύνθετες λέξεις, με αναφορά: 1. στον ατμοσφαιρικό αέρα· (πρβ. αεριο-): αεραγωγός, ~ηλιοθεραπεία, ~θέρμανση, ~φυσαλίδα, ~τοποφωτογράφος· αερόβιος, ~βόλος. 2. στην κίνηση του αέρα, στον άνεμο· (πρβ. ανεμο-): αεράκατος, ~δείκτης· αερόδαρτος. 3. στην έλλειψη περιεχομένου ή ουσίας: ~θεωρία, ~κουβέντα, αερόλογο, ~φιλολογία· ~βατώ, ~κοπανίζω. 4. στα αεροπλάνα και στην αεροπορία: αεράμυνα, ~βόμβα, ~γραμμή, ~μεταφορά, ~ναυπηγός, ~σταθμός, ~συνοδός.

[λόγ. < ελνστ. ἀερ(ο)- < αρχ. ἀερ- θ. του ουσ. ἀήρ -ο- ως α' συνθ.: ελνστ. (παράγωγο) ἀερ-ώδης `που μοιάζει με αέρα΄, ἀερο-μαντεία & διεθ. aero- < ελνστ. ἀερο-: αερό-στατο, αερο-δρόμιο, αερο-φαγία < γαλλ. aérostat, aérodrome, aéro phagie, αερο-μηχανική < αγγλ. aeromechanics & μτφρδ.: αερο-γέφυρα < γερμ. Luftbrücke, αερο-λεωφορείο < αγγλ. air bus]

αεροβασία η [aerovasía] Ο25 (συνήθ. πληθ.) : σκέψεις ή λόγια που δεν έχουν σχέση ή που βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση με την πραγματικότητα· (πρβ. φαντασιοκοπία, φαντασιοπληξία): Άσε τις αεροβασίες και σκέψου τι θα κάνουμε τώρα.

[λόγ. αερο(βάτης) -βασία]

αεροβάτης ο [aerovátis] Ο10 : που αεροβατεί, που ζει στον κόσμο των ονείρων του και των φαντασιώσεών του.

[λόγ. < ελνστ. ἀεροβάτης `που περπατάει στον αέρα΄ κατά τη σημ. της λ. αεροβατώ]

αεροβατώ [aerovató] Ρ10.9α (συνήθ. στο ενεστ. θ.) : δεν έχω συναίσθηση της πραγματικότητας, ζω στον κόσμο των ονείρων και των φαντασιώσεών μου· ονειροπολώ: Mήπως δε βλέπουμε σωστά και αεροβατούμε σε απίθανες και φανταστικές περιοχές απραγματοποίητων ονείρων;

[λόγ. < αρχ. ἀεροβατῶ]

αεροβικός -ή -ό [aerovikós] Ε1 : Aεροβική γυμναστική, συνδυασμός γυμναστικών ασκήσεων που απαιτούν αυξημένη κατανάλωση οξυγόνου· αερόμπικ, αεροβίωση 2.

[λόγ. < αγγλ. aerobics < aero- = αερο- + b(i)- < αρχ. β(ίος) -ic(s) = -ικός (ορθογρ. δαν.)]

αερόβιος -α -ο [aeróvios] Ε6 : (βιολ.) για οργανισμό που ζει και αναπτύσσεται σε περιβάλλον στο οποίο υπάρχει ελεύθερο οξυγόνο. ANT αναερόβιος: Aερόβιοι μικροοργανισμοί. Aερόβιες ρίζες. Aερόβια φυτά.

[λόγ. < ελνστ. ἀερόβιος `(πουλί) που ζει στον αέρα΄ σημδ. γαλλ. aérobie < aéro- = αερο- + αρχ. βίος]

αεροβίωση 1 η [aerovíosi] Ο33 : (βιολ.) η διαβίωση σε περιβάλλον που περιέχει ελεύθερο οξυγόνο. ANT αναεροβίωση.

[λόγ. < νλατ. aerobiosis < aero- = αερο- + αρχ. βί(ος) -osis = -ωσις > -ωση]

αεροβίωση 2 η : συστηματική και σκόπιμη (για λόγους προληπτικής υγιεινής) άσκηση και αναψυχή που απαιτεί αυξημένη κατανάλωση οξυγόνου από τον οργανισμό μας (π.χ. πεζοπορία, τρέξιμο κτλ.): H ~ συνιστάται ιδιαίτερα σε όσους κάνουν καθιστική ζωή και καπνίζουν.

[λόγ. < αεροβίωσις 1 κατά τη σημ. του αεροβικός]

αεροβόλο το [aerovólo] Ο39 : είδος όπλου που λειτουργεί με πεπιεσμένο αέρα. ANT πυροβόλο. || (ως επίθ.): ~ όπλο / πιστόλι / τουφέκι.

[λόγ. αερο- + -βόλον, ουδ. του -βόλος απόδ. αγγλ. airgun]

αερογάμης ο [aeroγámis] Ο11 : 1.(λαϊκ.) αυτός που καυχιέται για ανύπαρκτες ερωτικές επιτυχίες. 2. (λαϊκότρ.) το γεράκι.

[αερο- + γαμ(ώ) -ης]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...9   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες