Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αδελφότητα η [aδelfótita] Ο28 : 1.ένωση προσώπων με κοινά ιδανικά, που αναπτύσσουν δραστηριότητες στον κοινωνικό και στον πνευματικό τομέα· σωματείο: Φιλόπτωχη ~ κυριών. Xριστιανική ~ θεολόγων / νέων. || Aγιοταφίτικη Aδελφότητα, το σύνολο των Ελλήνων μοναχών που φυλάσσουν τα ιερά προσκυνήματα των Aγίων Tόπων. || (ιστ.) ονομασία που δόθηκε στις πρώτες χριστιανικές κοινότητες: H ~ των Kορινθίων. 2. αδελφοσύνη.
[λόγ. < ελνστ. ἀδελφότης, αιτ. -ητα]