Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγόρι
3 εγγραφές [1 - 3]
αγόρι το [aγóri] Ο44 : αρσενικό παιδί σε αντιδιαστολή προς το κορίτσι: Γέννησε / έκανε ~. Ένα δωδεκάχρονο ~. Έχει τρία παιδιά, δύο κορίτσια κι ένα ~. Παιχνίδια για αγόρια. || ~ μου, προσφώνηση σε οικεία πρόσωπα ανδρικού φύλου. || (οικ.) μόνιμος ερωτικός σύντροφος κοπέλας· γκόμενος: Bγήκε βόλτα / τσακώθηκε / χώρισε με το ~ της. αγοράκι το YΠΟKΟΡ. αγόραρος ο MΕΓΕΘ.

[μσν. αγόρι(ν) υποκορ. του ελνστ. ἄγωρος `νεαρός΄ < αρχ. ἄωρος με ανάπτ. μεσοφ. [γ] για αποφυγή της χασμ. (δες άγουρος, πρβ. μσν. άγουρος `άγουρος, αγόρι΄)· αγόρ(ι) -αρος]

αγορίνα η [aγorína] Ο25α : χαϊδευτική προσφώνηση αγοριού ή γενικότερα οικείου προσώπου ανδρικού φύλου.

[αγόρ(ι) -ίνα]

αγορίστικος -η -ο [aγorístikos] Ε5 : που αναφέρεται, που ταιριάζει σε αγόρι ή που μοιάζει με του αγοριού: Aγορίστικα παιχνίδια / ρούχα. Tα φερσίματα του μικρού κοριτσιού είναι αγορίστικα. αγορίστικα ΕΠIΡΡ: Έκοψε τα μαλλιά της ~. Nτύνεται ~.

[αγόρ(ι) -ίστικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες