Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγχόνη
1 εγγραφή
αγχόνη η [aŋxóni] Ο30 : κατασκευή (σκοινί με θηλιά κτλ.) με την οποία γίνεται ο απαγχονισμός: Στήνεται η ~. Ο μελλοθάνατος στάθηκε παλικαρίσια μπροστά στην ~. Ο δι΄ αγχόνης θάνατος, θανάτωση με απαγχονισμό.

[λόγ. < αρχ. ἀγχόνη `κρέμασμα, θηλιά κρεμάλας΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες