Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγροτοπατερας
1 εγγραφή
αγροτοπατέρας ο [aγrotopatéras] Ο2 : (μειωτ.) αγροτικό συνδικαλιστικό στέλεχος ή πολιτικός που τυπικά μόνο υποστηρίζει τα συμφέροντα των αγροτών: Οι αγρότες καταψήφισαν επιτέλους τους αγροτοπατέρες.

[λόγ. αγροτο- + πατέρας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες