Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγοράζω
1 εγγραφή
αγοράζω [aγorázo] -ομαι Ρ2.1 : 1.αποκτώ, προμηθεύομαι κτ. έναντι χρημάτων: ~ τρόφιμα / ρούχα / ποτά, ψωνίζω. ~ σπίτι / οικόπεδο / αυτοκίνητο. ~ χοντρικώς / λιανικώς / με πίστωση / με δόσεις / τοις μετρητοίς* / με έκπτωση. ~ κτ. φτηνά / ακριβά / μισοτιμής. Tης αγόρασε ένα ακριβό κόσμημα και της το ΄κανε δώρο. Θα μου αγοράσεις το τρενάκι; ΦΡ ~ γουρούνι στο σακί*. (λόγ.) αγρόν* ηγόρασε. 2. έναντι ανταλλάγματος, κυρίως χρηματικού: α. εξασφαλίζω την υποστήριξη ή την ευνοϊκή διάθεση κάποιου· εξαγοράζω· (πρβ. δωροδοκώ): Προσπάθησε να αγοράσει το δικαστή / το μάρτυρα / το διαιτητή. β. αποκτώ κτ., εξαγοράζω: H φιλία / η αγάπη / η εμπιστοσύνη δεν αγοράζεται. || Tον αγόρασε με τα λεφτά της, τον παντρεύτηκε δίνοντάς του πολλά λεφτά, μεγάλη προίκα. 3. (μτφ.) προσπαθώ να καταλάβω, να εκμαιεύσω τις βαθύτερες σκέψεις, προθέσεις ή σκοπούς κάποιου, τον ψαρεύω: Ήρθε να με αγοράσει αλλά δεν του είπα λέξη. ~ γνώμες / λόγια, τα ακούω προσεκτικά για να τα χρησιμοποιήσω. ΦΡ λίγα πουλά και πολλά αγοράζει, μιλάει λίγο ενώ ακούει προσεκτικά τους άλλους. σε πουλάει και σ΄ αγοράζει, για πανέξυπνο ή πολύ πονηρό άτομο, που πείθει ή που εξαπατά εύκολα τους άλλους.

[αρχ. ἀγοράζω (αρχική σημ.: `συχνάζω στην αγορά4΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες