Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγλαΐζω [aγlaízo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) κοσμώ, λαμπρύνω: Mια γλυκιά ανταύγεια αγλάιζε τη γη. Bαθαίνει η πίστη τους και αγλαΐζεται η ορθοδοξία. Πόλεις αγλαϊσμένες από την τέχνη και την ιστορία.
[λόγ. < αρχ. ἀγλαΐζω]