Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγιογράφος
1 εγγραφή
αγιογράφος ο [ajioγráfos] Ο18 θηλ. αγιογράφος [ajioγráfos] Ο35 : ζωγράφος ιερών εικόνων και θρησκευτικών παραστάσεων.

[λόγ. αγιο- + -γράφος 1 (διαφ. το ελνστ. ἁγιόγραφος `βιβλίο της Π.Δ. γραμμένο με θεϊκή έμπνευση΄)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες