Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγιάζω
1 εγγραφή
αγιάζω [ajázo & ajiázo] -ομαι στη σημ. 1 Ρ2.1 : 1α.κάνω κτ. ιερό, άγιο: Ο παπάς άγιασε τα κόλλυβα / το νερό. H θρησκεία εξανθρωπίζει και αγιάζει την ψυχή του ανθρώπου. ΦΡ ο σκοπός αγιάζει [ajiázi] τα μέσα, η ορθότητα του σκοπού επιτρέπει τη χρήση άπρεπων μέσων. β. ευλογώ κτ. ραντίζοντάς το με αγιασμένο νερό: Φέραμε τον παπά ν΄ αγιάσει το καινούριο μας σπίτι / αυτοκίνητο. || (ειδικότ.) για τον αγιασμό των υδάτων: Tην ημέρα των Θεοφανίων αγιάζονται τα νερά. 2α. γίνομαι άγιος εξαιτίας της ενάρετης ζωής μου ή των βασάνων που υπέφερα: Προσωπογραφίες ανθρώπων που έζησαν στη γη κι άγιασαν. Aυτός άμα πεθάνει θ΄ αγιάσει. ΦΡ θέλω ν΄ αγιάσω κι οι διαβόλοι δε μ΄ αφήνουν, οι πειρασμοί είναι πολλοί. σφάξε με, αγά μου, ν΄ αγιάσω, για κπ. που επιζητεί το μαρτύριο, για να δοξαστεί. β. (σε ευχές) είμαι ευλογημένος: N΄ αγιάσει το στόμα σου. N΄ αγιάσουν τα χέρια σου. || να συγχωρεθούν οι αμαρτίες κάποιου: Nα αγιάσουν τα κόκαλα του πατέρα σου / τα πεθαμένα σου. 3. (μτφ.) αδυνατίζω πάρα πολύ από νηστεία ή αρρώστια: Θ΄ αγιάσεις απ΄ την πολλή νηστεία.

[ελνστ. ἁγιάζω (αρχ. ἁγίζω) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες