Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγελαδοτρόφος
1 εγγραφή
αγελαδοτρόφος ο [ajelaδotrófos] Ο18 θηλ. αγελαδοτρόφος [ajelaδotró fos] Ο35 : αυτός που ασχολείται με την αγελαδοτροφία.

[λόγ. αγελαδ- (δες αγελάδα) -ο- + -τρόφος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες