Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγάς ο [aγás] Ο1 : (ιστ.) τίτλος στρατιωτικού ή πολιτικού αξιωματούχου της Οθωμανικής Aυτοκρατορίας. (έκφρ.) σαν ~, δεσποτικά ή πλουσιοπάροχα: Φέρεται / ζει σαν ~. ΦΡ σφάξε με, αγά μου, ν΄ αγιάσω*.
[μσν. αγάς < τουρκ. ağa -ς]
- αγαστός -ή -ό [aγastós] Ε1 : (λόγ.) θαυμαστός, αξιοθαύμαστος: Aγαστή σύμπνοια / συμφωνία / συνεργασία / σύμπτωση.
[λόγ. < αρχ. ἀγαστός]