Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αβέρτα [avérta] επίρρ. τροπ. : (προφ.) α. ανοιχτά: Άφησε τις πόρτες ~ κι έφυγε. || και ως επιτατικό του επιθέτου ανοιχτός: Άφησε ~ ανοιχτές τις πόρτες. β. χωρίς περιορισμό· αφειδώς: Ξοδεύει ~ τα λεφτά του. || Mας έρχεται ~, πολύ συχνά. γ. καθαρά και ξάστερα, σταράτα: Mην τους φοβάσαι· μίλησέ τους ~.
[αβέρτ(ος) επίρρ. -α]