Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβέρτα
1 εγγραφή
αβέρτα [avérta] επίρρ. τροπ. : (προφ.) α. ανοιχτά: Άφησε τις πόρτες ~ κι έφυγε. || και ως επιτατικό του επιθέτου ανοιχτός: Άφησε ~ ανοιχτές τις πόρτες. β. χωρίς περιορισμό· αφειδώς: Ξοδεύει ~ τα λεφτά του. || Mας έρχεται ~, πολύ συχνά. γ. καθαρά και ξάστερα, σταράτα: Mην τους φοβάσαι· μίλησέ τους ~.

[αβέρτ(ος) επίρρ. ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες