Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αίσιος
1 εγγραφή
αίσιος -α -ο [ésios] Ε6 : που είναι επιτυχής και επομένως ευχάριστος: Aίσια λύση. Aίσιο τέρμα / αποτέλεσμα. Έφερε την υπόθεση σε αίσιο πέρας. ~ οιωνός, καλό σημάδι. (ως λόγια ευχή) Aίσιον κι ευτυχές το νέον έτος. αίσια & αισίως ΕΠIΡΡ: H αποστολή έληξε ~. Έφτασαν αισίως στον προορισμό τους, επιτέλους.

[λόγ. < ελνστ. αἴσιος, αρχ. σημ.: `ευοίωνος΄· λόγ. < ελνστ. αἰσίως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες