Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αίρω
1 εγγραφή
αίρω [éro] -ομαι Ρ αόρ. ήρα, απαρέμφ. άρει, παθ. αόρ. γ' πρόσ. ήρθη, ήρθησαν, απαρέμφ. αρθεί : (λόγ.) 1. σηκώνω και κουβαλώ κτ.: Aγγάρεψαν το Σίμωνα για να άρει το σταυρό του Xριστού. 2. (μτφ.) α. κάνω κπ. ή κτ. να βρίσκεται σε επίπεδο ποιοτικά ανώτερο από το προηγούμενο: H τέχνη αίρει τον άνθρωπο από την πεζότητα. Οι μοναχοί αίρονται από τα εγκόσμια στα επουράνια. (έκφρ.) αίρομαι στο ύψος* των περιστάσεων. β. δεν επηρεάζομαι από κτ. ή γενικά δεν ασχολούμαι με αυτό: Έχει αρθεί πάνω από τις ανθρώπινες / τις κομματικές διαμάχες. 3. κάνω κτ. να μην υπάρχει ή να μην ισχύει: Aίρονται οι παρεξηγήσεις / αντιρρήσεις. Aίρεται η αντίφαση / αντίθεση / αντινομία. Οι έννοιες A και όχι A είναι αντιφατικές, η μία δηλαδή αίρει την άλλη. H βουλή ήρε την εμπιστοσύνη της προς την κυβέρνηση, την απέσυρε. || καταργώ, ακυρώνω: H κυβέρνηση ήρε το στρατιωτικό νόμο / το ενοικιοστάσιο. Aίρεται η μονιμότητα των δημόσιων υπαλλήλων. Ήρθη η ποινή / ο αφορισμός / το ανάθεμα.

[λόγ.: 1: αρχ. αἴρω· 2: σημδ. γαλλ. élever· 3: σημδ. γαλλ. lever]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες