Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αίματα
2 εγγραφές [1 - 2]
αιματάλευρο το [ematálevro] Ο41 : κτηνοτροφή που παράγεται από αίμα ζώων.

[λόγ. αιματ(ο)- + άλευρον μτφρδ. γερμ. Blutmehl]

αιματάνθρακας ο [ematánθrakas] Ο5 : ζωικός άνθρακας που υπάρχει στο αίμα.

[λόγ. αιματ(ο)- + άνθραξ > άνθρακας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες