Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αίθριο το [éθrio] Ο40 : 1.(αρχιτ.) εσωτερική αυλή συνήθ. περίστυλη: ~ αρχαίου ναού / μονής. Ρωμαϊκό ~. Tο σχολείο διαθέτει μια εσωτερική αυλή, ένα ~, για τη συγκέντρωση όλων των μαθητών. 2. (αρχαιολ.) αυλή με περιστύλιο στην πλευρά της κύριας εισόδου των παλαιοχριστιανικών βασιλικών.
[λόγ. < ελνστ. αἴθριον `αυλή΄ ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. αἴθριος σημδ. (ελνστ.) του λατ. atrium]
- αίθριος -α -ο [éθrios] Ε6 : (λόγ.) 1. που δεν έχει σύννεφα: ~ ουρανός / καιρός. 2. (μτφ., λογοτ.) ήσυχος, γαλήνιος: ~ νους. Aίθριο πρόσωπο, όχι σκυθρωπό.
[λόγ. < αρχ. αἴθριος (στη σημ. 1)]