Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ίσκιος
1 εγγραφή
ίσκιος ο [ískos] Ο18 : 1. το σκοτεινό σχήμα που σχηματίζεται πάνω στο έδαφος ή σε άλλη επιφάνεια, όταν ένα αδιαφανές σώμα διακόπτει την πορεία των ακτίνων μιας φωτεινής πηγής· σκιά: Ο ~ μας μακραίνει, όσο ο ήλιος πλησιάζει να δύσει. Tο φως των κεριών έκανε τους ίσκιους να χορεύουν στον τοίχο της κάμαρας. Ο ~ του κάστρου έπεφτε βαρύς πάνω στα τελευταία σπίτια. (έκφρ.) φοβάται (και) τον ίσκιο του / τη σκιά του, φοβάται πολύ, έχει φανταστικούς φόβους. γίνομαι ο ~ / η σκιά κάποιου, τον ακολουθώ ή τον παρακολουθώ συνεχώς και παντού. 2. μέρος όπου πέφτει ένας ίσκιος, σκιερό μέρος· σκιά, ισκιάδα: Tα μεσημέρια ξάπλωνε κάτω από τον παχύ και δροσερό ίσκιο των δέντρων. 3. (κατά τις λαϊκές προλήψεις): α. η σκιώδης επιβίωση πεθαμένου ανθρώπου· (πρβ. φάντασμα): Ίσκιοι τριγυρνούσαν τις νύχτες στο ερειπωμένο σπίτι. β. δύναμη που επηρεάζει, συνήθ. δυσμενώς, την ψυχική διάθεση κάποιου ή την τύχη του: Kακό / βαρύ ίσκιο είχε, και σκορπούσε γύρω του τη δυστυχία. γ. εφιάλτης κατά τον ύπνο· βραχνάς.

[μσν. ίσκιος < σκιά με προσθήκη του αρχικού τονισμένου φων. και αλλ. γένους κατά το αντ. ο ήλιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες