Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ίαμβος ο [íamvos] Ο19 : 1. (νεοελλ. μετρική) δισύλλαβη ποιητική μετρική μονάδα (μετρικός πόδας) με άτονη την πρώτη συλλαβή και τονισμένη τη δεύτερη: Οι λέξεις “βουνό”, “λαλώ” αποτελούν ιάμβους. || ο ιαμβικός στίχος. 2. (αρχ. ελλην. μετρική) δισύλλαβη ποιητική μετρική μονάδα με βραχύχρονη την πρώτη συλλαβή και μακρόχρονη τη δεύτερη. || είδος αρχαίου ελληνικού λυρικού ποιήματος.
[λόγ. < αρχ. ἴαμβος]