Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ήπαρ
2 εγγραφές [1 - 2]
ήπαρ το [ípar] Ο γεν. ήπατος, αιτ. ήπαρ, πληθ. ήπατα : α. (ανατ.) το συκώτι: Πάσχει από κίρρωση του ήπατος. Mεταμόσχευση ήπατος. β. στη ΦΡ μου κόπηκαν τα ήπατα, τρόμαξα πάρα πολύ, παρέλυσα από το φόβο μου.

[α: λόγ. < αρχ. wπαρ· β: πληθ. του αρχ. wπαρ]

ηπαρίνη η [iparíni] Ο30 : αντιπηκτικό που περιέχεται στους ιστούς όλων των θηλαστικών.

[λόγ. < γαλλ. héparine < αρχ. wπαρ -ine = -ίνη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες