Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ήμαρτον
1 εγγραφή
ήμαρτον [ímarton] : επιφωνηματική έκφραση που δηλώνει μεταμέλεια· έσφαλα! συγγνώμη!: Πες ~ για να μη σε τιμωρήσω.

[λόγ. < μσν. ήμαρτον `έπεσα σε αμαρτία΄ < αρχ. ἥμαρτον αόρ. του ρ. ἁμαρτάνω `κάνω λάθος΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες