Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ήλος
1 εγγραφή
ήλος ο [ílos] Ο18 : (λόγ.) καρφί. ΦΡ θέτω τον δάκτυλον* εις τον τύπον των ήλων.

[λόγ. < αρχ. wλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες