Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- έφορος 1 ο [éforos] Ο19 : προϊστάμενος οικονομικής εφορίας· οικονομικός έφορος.
[λόγ. < έφορος 2, σημδ. γαλλ. percepteur]
- έφορος 2 ο : 1.αυτός που εποπτεύει μια υπηρεσία ή μια οργάνωση: ~ αρχαιοτήτων, προϊστάμενος αρχαιολογικής υπηρεσίας. ~ προσκόπων. 2. στην αρχαία Σπάρτη, καθένας από τους πέντε πολιτικούς άρχοντες που είχαν ετήσια θητεία.
[λόγ. < αρχ. ἔφορος]