Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έπαλξη
1 εγγραφή
έπαλξη η [épalksi] Ο33 (συνήθ. πληθ.) : 1.η καθεμία από τις οδοντωτές προεξοχές που υπάρχουν στην κορυφή ενός τείχους: Οι επάλξεις του μεσαιωνικού φρουρίου / πύργου. 2. (μτφ.) για θέση από την οποία γίνεται κάθε άλλος αγώνας: Στις επάλξεις των κοινωνικών / των πολιτικών αγώνων. H εφημερίδα Nουμάς, ~ του δημοτικισμού.

[λόγ. < αρχ. ἔπαλξις (-σις > -ση)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες