Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ένρινος -η -ο [énrinos] & έρρινος -η -ο [érinos] Ε5 : 1.(για ήχο, εκφορά φθόγγων) που παράγεται στη ρινική κοιλότητα: Ένρινη φωνή / ομιλία / προφορά. 2. (γλωσσ.) που προφέρεται με κλείσιμο στη στοματική κοιλότητα, ώστε ο αέρας να βγαίνει από τη μύτη· ρινικός2: Έρρινοι φθόγγοι. Έρρινα σύμφωνα.
ένρινα & έρρινα ΕΠIΡΡ: Mιλά κάπως ~. [λόγ. εν- αρχ. ῥιν- (ῥίς) `μύτη΄ -ος μτφρδ. γαλλ. nasal (διαφ. το ελνστ. ἔνρινον, ἔρρινον `φάρμακο για φτάρνισμα΄)· (ορθογρ.) αφομ. νρ > ρρ]