Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ένρινος
1 εγγραφή
ένρινος -η -ο [énrinos] & έρρινος -ο [érinos] Ε5 : 1.(για ήχο, εκφορά φθόγγων) που παράγεται στη ρινική κοιλότητα: Ένρινη φωνή / ομιλία / προφορά. 2. (γλωσσ.) που προφέρεται με κλείσιμο στη στοματική κοιλότητα, ώστε ο αέρας να βγαίνει από τη μύτη· ρινικός2: Έρρινοι φθόγγοι. Έρρινα σύμφωνα. ένρινα & έρρινα ΕΠIΡΡ: Mιλά κάπως ~.

[λόγ. εν- αρχ. ῥιν- (ῥίς) `μύτη΄ -ος μτφρδ. γαλλ. nasal (διαφ. το ελνστ. ἔνρινον, ἔρρινον `φάρμακο για φτάρνισμα΄)· (ορθογρ.) αφομ. νρ > ρρ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες