Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έναντι
13 εγγραφές [1 - 10]
έναντι [énandi] επίρρ. : 1.σε θέση πρόθεσης, με γενική ονόματος. α. (λόγ.) με καθαρά τοπική σημασία· απέναντι, αντίκρυ: ~ της εισόδου. β. για δήλωση σύγκρισης: Yστερεί ~ όλων των άλλων, σε σύγκριση, σε σχέση με όλους τους άλλους. γ. σε σχέση με κτ., όσον αφορά κτ., ως προς κτ.: Είναι συνεπής ~ των υποχρεώσεών του. δ. με αντάλλαγμα κτ. (συνήθ. ορισμένο χρηματικό ποσό)· αντί: Πουλήθηκε ~ δύο εκατομμυρίων δραχμών. 2. (απολύτως) για να δηλωθεί η καταβολή ή η λήψη μέρους από οφειλόμενο ποσό ή λογαριασμό που δεν έχει ακόμη κλείσει: Kατέβαλε χίλιες δραχμές ~. Έλαβα χίλιες δραχμές ~. Δώσε κτ. ~.

[λόγ. < ελνστ. ἔναντι `επί παρουσία κάποιου, απέναντι΄ & σημδ. γαλλ. contre]

ενάντια [enándia] επίρρ. : α.~ σε, σε θέση πρόθεσης, αντίθετα προς την κατεύθυνση κάποιου· κόντρα σε: Πλέαμε ~ στον άνεμο. β. αντίθετα προς τη βούληση, τις επιδιώξεις κάποιου· κόντρα: Mη μου πας ~. Όλο ~ μου πηγαίνεις.

[λόγ. ενάντι(ος) επίρρ. (διαφ. το συγγ. αρχ. επίρρ. ἐναντία (ίδ. σημ.) < ουδ. πληθ. του ἐναντίος)]

εναντιολογία η [enandiolojía] Ο25 : αντίρρηση, αντιλογία.

[λόγ. < αρχ. ἐναντιολογία]

εναντιολογώ [enandioloγó] Ρ10.9α : προβάλλω αντιρρήσεις, εκφράζω το αντίθετο από αυτό που υποστηρίζει κάποιος.

[λόγ. < αρχ. ἐναντιολογῶ]

εναντιομορφία η [enandiomorfía] Ο25 : η ομοιότητα πραγμάτων που το ένα είναι κατοπτρική εικόνα του άλλου· εναντιομορφισμός.

[λόγ. < γερμ. Εnantiomorphie < enantiomorph = εναντιόμορφ(ος) -ie = -ία]

εναντιομορφισμός ο [enandiomorfizmós] Ο17 : η ομοιότητα πραγμάτων που το ένα είναι κατοπτρική εικόνα του άλλου· εναντιομορφία.

[λόγ. < αγγλ. enantiomorphism < γερμ. enantiomorph = εναντιόμορφ(ος) -ism = -ισμός]

εναντιόμορφος -η -ο [enandiómorfos] Ε5 : για αντικείμενα, σχήματα, παραστάσεις κτλ. που το ένα αποτελεί την κατοπτρική εικόνα του άλλου.

[λόγ. < γερμ. enantiomorph < αρχ. ἐναντίο(ς) + μορφ(ή) -ος]

εναντίον [enandíon] επίρρ. : 1.σε θέση πρόθεσης, με γενική ονόματος που δηλώνει το συγκεκριμένο πράγμα ή πρόσωπο προς το οποίο κατευθύνεται μια εχθρική πράξη· κατά 2: Πολεμώ / επιτίθεμαι ~ κάποιου. Επίθεση ~ κάποιου. 2. (με γεν. ή απολύτως) αντί του ενάντια: Mην είσαι όλο ~.

[λόγ. < αρχ. ἐναντίον `απέναντι΄ κατά τη σημ. του ενάντιος]

ενάντιος -α -ο [enándios] Ε6 λόγ. θηλ. και εναντία : αντίθετος. α. που έρχεται από αντίθετη κατεύθυνση: Ο ~ άνεμος μας εμπόδιζε να μπούμε στο λιμάνι. β. διαφορετικός, αντίθετος εκ διαμέτρου. (απαρχ. έκφρ.) εν εναντία περιπτώσει*. || (ως ουσ.) το ενάντιο, το αντίθετο: Aπ΄ όσα του είπαν, αυτός έκανε τα ενάντια. (λόγ. έκφρ.) μέχρις* αποδείξεως του εναντίου. γ. που αντιτίθεται· αντιτιθέμενος: Έχουν ενάντιες απόψεις. Διαφωνούν, γιατί έχουν ενάντια συμφέροντα. Yπηρετούν συμφέροντα ενάντια προς / με τα δικά μας. ενάντια* & εναντίον* ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἐναντίος με μετακ. τόνου αναλ. προς άλλα επίθ. με τόνο στην προπαραλ.: αδέξιος]

εναντιότητα η [enandiótita] Ο28 : η ιδιότητα του ενάντιου, η εκ διαμέτρου αντίθεση.

[λόγ. < αρχ. ἐναντιότης, αιτ. -ότητα (πρβ. μσν. εναντιότη μεταπλ. με βάση την ονομ.)]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες