Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έγκυρο
2 εγγραφές [1 - 2]
έγκυρος -η -ο [éngiros] Ε5 : 1.που έχει ισχύ. ANT άκυρος: Έγκυρο εισιτήριο / διαβατήριο. Έγκυρη υπογραφή. Έγκυρα ψηφοδέλτια. || (νομ.) που έχει νομική ισχύ· ισχυρός. ANT άκυρος: Έγκυρη διαθήκη. ~ γάμος. 2. που έχει κύρος, αναγνωρισμένη αξιοπιστία· αξιόπιστος: Έγκυρες πληροφορίες. Aπό έγκυρες πηγές πληροφορηθήκαμε την εσπευσμένη αναχώρηση της τάδε ηθοποιού για εξετάσεις σε νοσοκομείο του εξωτερικού. Έγκυροι πολιτικοί κύκλοι. || Έγκυρη εφημερίδα· (πρβ. έγκριτη).

[λόγ. εγ- (δες εν-) κύρ(ος) -ος κατά το αντ. άκυρος]

εγκυρότητα η [engirótita] Ο28 : η ιδιότητα του έγκυρου. α. H ~ ενός εγγράφου / μιας νομικής πράξης. β. αναγνωρισμένη αξιοπιστία, κύρος: H ~ μιας πληροφορίας.

[λόγ. έγκυρ(ος) -ότης > -ότητα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες