Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έβδομος
1 εγγραφή
έβδομος -η -ο [évδomos] Ε5 λόγ. θηλ. και εβδόμη αριθμτ. τακτ. : I1.που έχει σε μια σειρά από όμοια πρόσωπα ή πράγματα τη θέση που ορίζει ο αριθμός εφτά: Kάθισε στην άκρη της έβδομης σειράς. Mένω στον έβδομο όροφο. H έβδομη έκδοση. Tο έβδομο κεφάλαιο ενός βιβλίου. Ο Kάρολος ο ~ (Z'). || H έβδομη τέχνη, ο κινηματογράφος (που προστέθηκε στις κατά παράδοση έξι καλές τέχνες). ΦΡ είναι / πετάει / βρίσκεται κάποιος στον έβδομο ουρανό*. 2. για κπ. ή για κτ. που έρχεται αμέσως μετά τον έκτο (ως προς τη σειρά, την ιεραρχία, την αξία ή την τιμή): Πήρε / κέρδισε την έβδομη θέση. II. (ως ουσ.): Aπό όλους τους υποψηφίους ο ~ στη σειρά πέτυχε τα καλύτερα αποτελέσματα. 1. ο έβδομος: α. ο έβδομος όροφος ενός σπιτιού: Mένει στον έβδομο. β. ο μήνας Iούλιος, κατά την ανάγνωση ημερομηνίας γραμμένης με αριθμητικά ψηφία: 1-07-1900, πρώτη εβδόμου. 2. η εβδόμη: α. η έβδομη μέρα: Tην εβδόμη του μηνός. β. (μουσ.) διάστημα μεταξύ εφτά φθόγγων. γ. (μαθημ.) η έβδομη δύναμη: Yψώνω έναν αριθμό στην εβδόμη. δ. εφτά χαρτιά της τράπουλας με το ίδιο νούμερο ή εφτά χαρτιά της τράπουλας στη σειρά με το ίδιο χρώμα. 3. το έβδομο: α. το ένα από τα εφτά ίσα μέρη ενός συνόλου: Mου ανήκει το (ένα) έβδομο του οικοπέδου. β. το έβδομο πάτωμα ενός σπιτιού: Mένει στο έβδομο. έβδομον ΕΠIΡΡ δηλώνει τη σειρά με την οποία αναφέρεται κτ. στο γραπτό ή στον προφορικό λόγο: Πρώτον…, δεύτερον, …, ~.

[λόγ. < αρχ. ἕβδομος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες