Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άρτος
2 εγγραφές [1 - 2]
άρτος ο [ártos] Ο18 : 1.(λόγ.) το ψωμί: ~ λευκός / μέλας / πιτυρούχος. ~ διπυρίτης, παξιμάδι. ~ ένζυμος / άζυμος. Πρατήριο άρτου. 2. (εκκλ.) α. (άγιος) ~, που αγιάζεται και μοιράζεται για τη Θεία Ευχαριστία. β. (συνήθ. πληθ.) οι πέντε άρτοι που προσφέρονται από τους πιστούς σε γιορτές ή σε μνημόσυνα και μοιράζονται, αφού ευλογηθούν και τεμαχιστούν από τον ιερέα. || (έκφρ.) ο επιούσιος* ~. ΦΡ ~ και θεάματα, για νοοτροπία ή τρόπο ψυχαγωγίας που αρκείται στο θεαματικό και εντυπωσιακό και δεν επιζητεί ποιότητα ή προβληματισμό.

[λόγ. < αρχ. ἄρτος]

αρτοσκεύασμα το [artoskévazma] Ο49 (συνήθ. πληθ.) : ονομασία διάφορων προϊόντων της αρτοποιίας και της ζαχαροπλαστικής (κουλούρια, κουλουράκια, σταφιδόψωμα, κρουασάν κ.ά.).

[λόγ. αρτο- + σκεύασμα κατά το παρασκεύασμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες